Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ
μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.
Το πορτραίτο δεν ήταν ασπρόμαυρο
κάποτε είχε χρώμα, τόσο πολύ χρώμα
τόσο που η Νεφέλη είχε πάψει συλλογιέται
τόσο που ο Χρόνος δεν άντεχε να λογίζεται
Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.
Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·
Τότε ήρθαν εκείνοι οι περαστικοί ταξιδιώτες
ικέτες του απέραντου γαλάζιου
λιποτάκτες του γλυκερού πορτοκαλί
λάτρες του πιο βαθιού κόκκινου στροβίλου
διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον
Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω
......................................................................
πρώτα άρχισε να χάνεται το χρώμα κι είχε τόσο
κάθε ένας που πέρναγε, έκλεβε λίγο τροφή λήθης
λίγο κίτρινο της έξαρσης μιας Άνοιξης πανούργας
πολύ μπλε, της υδάτινης ανάκατης θάλασσας του Θέρους
αρκετό ρόδινο, σιωπής ηλιοβασίλεμα του Φθινοπώρου
Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.
Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
..............................................................................
μετά άρχισε να ανακατώνεται το σχήμα & η υφή, η σύσταση
Ήταν τότε που ουρανός και θάλασσα ένα γίνηκαν
ορίζοντας αχνός, ίσα μια γραμμή περίγραμμα απομεινάρι
λήθη, χρώματα κρατούσα, αφέντρα στου γυαλιού το διαυγές
κατάρτι σπασμένο των ματιών η αρπαχτική βορά, πέταγμα
Τα τείχη υψώνονταν πίσω πια, ορίζοντας διαγραφή
τα χρώματα ξέφτιζαν πίσω κι αυτά, απόσταση διαφυγής
το σχήμα παραδομένο κάπου πίσω, λαξευμένη πέτρα ψυχρή
γύρισε την πλάτη ξανά, ίδιο δρόμο μπρος πήρε , Εν Νεφέλες
(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη
[ Αποσπάσματα: Ta Τείχη / Κωνσταντίνος Π. Καβάφης ]
Εις το Νυν & Αεί της Ψυχής που δε σταματά ποτέ
Εποχές να διαβαίνει, με όποιο κόστος, όποιες ανοχές
ψάχνοντας ανελέητα πάντα μια αφοπλιστικά διαφορετική
στερημένη τειχών και σπασμένων καταρτιών, 5η Εποχή