Τετάρτη 18 Απριλίου 2012

Τείχη Εποχών





Χωρίς περίσκεψιν, χωρίς λύπην, χωρίς αιδώ

μεγάλα κ' υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη.

Το πορτραίτο δεν ήταν ασπρόμαυρο 
κάποτε είχε χρώμα, τόσο πολύ χρώμα
τόσο που η Νεφέλη είχε πάψει συλλογιέται
τόσο που ο Χρόνος δεν άντεχε να λογίζεται

Και κάθομαι και απελπίζομαι τώρα εδώ.

Άλλο δεν σκέπτομαι: τον νουν μου τρώγει αυτή η τύχη·

Τότε ήρθαν εκείνοι οι περαστικοί ταξιδιώτες
ικέτες του απέραντου γαλάζιου
λιποτάκτες του γλυκερού πορτοκαλί
λάτρες του πιο βαθιού κόκκινου στροβίλου

διότι πράγματα πολλά έξω να κάμω είχον

Α όταν έκτιζαν τα τείχη πώς να μην προσέξω
......................................................................
πρώτα άρχισε να χάνεται το χρώμα κι είχε τόσο

κάθε ένας που πέρναγε, έκλεβε λίγο τροφή λήθης 
λίγο κίτρινο της έξαρσης μιας Άνοιξης πανούργας
πολύ μπλε, της υδάτινης ανάκατης θάλασσας του Θέρους
αρκετό ρόδινο,  σιωπής  ηλιοβασίλεμα του Φθινοπώρου

Αλλά δεν άκουσα ποτέ κρότον κτιστών ή ήχον.

Ανεπαισθήτως μ' έκλεισαν από τον κόσμον έξω.
..............................................................................
μετά άρχισε να ανακατώνεται το σχήμα & η υφή, η σύσταση

Ήταν τότε που ουρανός και θάλασσα ένα γίνηκαν
ορίζοντας αχνός, ίσα μια γραμμή περίγραμμα απομεινάρι
λήθη, χρώματα κρατούσα, αφέντρα στου γυαλιού το διαυγές
κατάρτι σπασμένο των ματιών η αρπαχτική βορά, πέταγμα

Τα τείχη υψώνονταν πίσω πια, ορίζοντας διαγραφή
τα χρώματα ξέφτιζαν πίσω κι αυτά, απόσταση διαφυγής
το σχήμα παραδομένο κάπου πίσω, λαξευμένη πέτρα ψυχρή
γύρισε την πλάτη ξανά,  ίδιο δρόμο μπρος πήρε , Εν Νεφέλες 

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη

[ Αποσπάσματα: Ta Τείχη / Κωνσταντίνος Π. Καβάφης ]
[Έργο:  István Sándorfi 12/6/1948.-26/12/2007]


Εις το Νυν & Αεί της Ψυχής που δε σταματά ποτέ 
Εποχές να διαβαίνει, με όποιο κόστος, όποιες ανοχές 
ψάχνοντας ανελέητα πάντα μια αφοπλιστικά διαφορετική
στερημένη τειχών και σπασμένων καταρτιών, 5η Εποχή


Σάββατο 14 Απριλίου 2012

Χαμογελαστές Νεφέλες



Και παραμέρισαν χαμογελώντας οι Νεφέλες
και η πλάση ξύπνησε με ένα κρότο άγνωρο
και έγινε Φως στου σκότους τον πυρήνα το βαθύ
κι άγγελοι χορό έστησαν στ' ουρανού τ'αυλάκι

Και  πλημμυρισμένες ξανά φως Νεφέλες λογούνται
και έμελλε να ανάβει και να σβήνει το σκότος σε φως
και τούτη τη νυχτιά μια απόλυτη νίκη να συμβολίζει αιώνια
το δρόμο του φωτός από το σκότος στην αιωνιότητα του

Ευαγγελία Χατζηδάκη
Έργο:  Paolo Veronese [ Συλλογή 1570-1575 / Resurrection,/ Τώρα εκτίθεται στο Gemäldegalerie-Dresden]



Παρασκευή 13 Απριλίου 2012

Κι Όμως Άξιον Εστί


ΑΠΟΚΑΘΉΛΩΣΗ [Tiziano Vecellio  1488 - 27 Αυγούστου 1576]

"Έφριξεν η γη, και ο ήλιος, Σώτερ, εκρύβη,
σου του ανεσπέρου φέγγους, Χριστέ,
δύναντος εν τάφω σωματικώς."


Κι όμως θα σε χωρέσει, μνήμα κενό
κι όμως θα αποκαθηλωθεί σώμα άψυχο
κι όμως κοινός θνητός μιας συντριβής
Κι ο πόνος βουβά γραμμένος για να αντέξει


"Άδης ο δεινός
συνετρόμαξεν, ότε σε είδεν,
ήλιε της δόξης αθάνατε,
και εδίδου τους δεσμίους εν σπουδή."


Κι όμως η Ζωή, η απόλυτη Ζωή
Κι όμως θα διασχίσει το σκότος του Άδη
Κι όμως θα σπείρει το λογισμό της θλίψης
Κι η ανάσα της Ζωής τραντάζει του Άδη συντρίμμια

"Έδυς υπό γην
ο φωσφόρος της δικαιοσύνης
και νεκρούς ώσπερ εξ ύπνου εξήγειρας,
εκδιώξας άπαν το εν τω άδη σκότος."

Κι όμως το σκοτάδι, στο σκοτάδι παλεύεται
Κι όμως κανένα ξύπνημα , δίχως πτώση λογάται
Κι όμως ,πάντα ένα φως ζητά το σκότος να υπάρξει
Κι η δίοδος στο φως ,συντριβή σε βράχια σκότους προστάζει   

"Άξιον εστί
μεγαλύνειν σε τον πάντων κτίστην•
τοις σοις γαρ παθήμασιν, έχομεν

την απάθειαν, ρυσθέντες της φθοράς."

Κι έτσι ακριβώς, θα κατρακυλήσει σκότος βαθύ
Κι έτσι ακριβώς , το φως θα βρει δρόμο μέσα σε ρωγμές
Κι έτσι ακριβώς, άφθαρτη  ισορροπία στο ζύγι του νου
Κι ο σπαραγμός , πορεία εξιλέωσης ως το φως της ανάτασης 

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη

ΕΡΓΟ : ΑΠΟΚΑΘHΛΩΣΗ [Tiziano Vecellio  1488 - 27 Αυγούστου 1576]

  

Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Ο Περιβάλλων τον Ουρανόν εν Νεφέλαις

Δομήνικος Θεοτοκόπουλος: “Ο Χριστός κουβαλάει το σταυρό”
"Σήμερον κρεμάται επί ξύλου,

ο εν ύδασι την γην κρεμάσας"


Στο είπα, μη μιλάς για αγάπη
σε καιρούς σκοτεινούς, φως δε λογάται
Στο είπα, μη μιλάς για αλήθεια
σε καιρούς εξουσίας του ψεύδους


"Στέφανον εξ ακανθών περιτίθεται,
ο των αγγέλων βασιλεύς"


Σιώπα, άγγελοι δε χωρούν πια
σε τούτη τη γωνιά του σύμπαντος 
Σιώπα, πιότερο το κακό πιστευτό μοιάζει
και των αγγέλων οι φτερούγες λαβωματιά


"Ψευδή πορφύραν περιβάλλεται,
ο περιβάλλων τον ουρανόν εν νεφέλαις"


Κοίτα , οι Νεφέλες του έναστρου ουρανού
τον δημιουργό του στολισμού τους θρηνούν
Κοίτα, Εν Νεφέλες  δάκρυ  αγγέλων μαζώνεται
τον όμορφο Τρελό της Αγάπης να ράνουν ξανά..

Kαι οι Άγγελοι τότε έκλαψαν,το σύμπαν αφουγκράστηκε 
έκλαψαν ένα ασυμβίβαστο στο αρνητικό, όμορφα τρελό

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη





Κυριακή 8 Απριλίου 2012

The Ever Taken Train



Ever took a train
to the edge of time
ever searched an angel
in the depth of mind

I never took that train
god I wish I would
I never spoke to angels
deep is the sense of fool

Ever surrendered soul
to an impossible truth
ever retained a coin 
on an exchange to loose

I never gave a bit of soul
deep down I wish I could
I never used that coin 
loosing was never cool

Ever looked in the mirror
under the need to know
ever received the gain
of loving without an oath

I never cracked the mirrors
used to gave love gain away
it's easier to surrender 
than this  unstable way
...................................
Staring invisible eyes 
cracked mirros of  the vain
yet in the depth of soul 
an image well remained

(c) Evangelia Chatzidaki


Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

Η Πένα



Τώρα η πένα ακουμπούσε το χέρι χαλαρά
δάκτυλα από καιρό  όμηροι, κενά του νου 
καιρό παίδεψε η μια την άλλη με σκέψεις
ώρες,στιγμές χάραξαν μαζί τις λέξεις εξουσίες

Την κρατά ιερά τούτη η ώρα την πένα, λίγο τώρα
τη σέβεται ακόμα πιότερο θαρρείς, λίγο πριν 
δεν της ανήκει πια, ποτέ δεν της ανήκε, λίγο μετά
θαρρείς μια μοίρα τις έδεσε με ξόρκι, λίγο πολύ

Χρόνια κρεμάμενες σε νεφέλες αχνές
στιγμές ήλιου και δειλινού μενεξέδες θαμποί
ώρες ατέλειωτες παγωνιά κι η αστραπή με λάμψη
μέρες και νύχτες με φως και σκότος ανάκατα πλέουν

Τα δάκτυλα συγκρατούν μα δεν την σφίγγουν πια
ετούτη τη φορά θα χαριστεί, θα παραδοθεί σωστά
λέξεις , συστάδες λέξεων και όλα σε νεφέλες θολές
τυλιγμένες προσευχές σε άγνωρο άγγελο παραδομένες

Ευχή και κατάρα τούτη η ανάγκη εξιλέωσης βασανιστικής
κι απόψε στη χαρίζω εσύ να ορίζεις μόνο το μελάνι της
Γέλιο και δάκρυ, στου νου τα σκοτεινά σοκάκια μη σκιαχτείς
ελευθεριά μαζί και δάμασμα, στης σκέψης τ' αγκίστρι θησαυροί

" Λέξεις να ζωγραφίσω μου ζητά, τούτη η πένα ξένη δε μου μοιάζει
  ευχής κατάρα και πορείας μοναξιά μεσα στο νου σα θησαυρός φαντάζει
  θα την κρατώ και εποχές θα τριγυρνώ, δίχως νεφέλες νόημα θα γυρεύω
  μελάνι θα ξεγελά το χαρτί, λέξεις θα με ταξιδεύουν σε ανέφελο σύμπαν"

Δύο μάτια αόρατα αινιγματικά την κοίταζαν, χαμογέλαγε ξανά
χαμογέλαγε ξανά και ξανά καθώς η πόρτα έκλεινε απαλά πίσω
κρύφτηκε ξανά στις νεφέλες της και ονειρεύτηκε χαμογελώντας
ένα ξωτικό , η πένα , μια ανάγκη, μια δύναμη, μια ανέφελη ροή από χρώμα

Και έμεινε ώρα να χαμογελά , με μάτια γυμνά και γελαστά, χέρια κενά
γυρνώντας ξανά σελίδα στις Εποχές της, σε ένα καιρό που πάντα αλλάζει

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη

 



Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

Τρέξιμο στο Χρώμα



Και έτρεξε η ζωή, γυμνά ξυπόλητη, πέρα από σήμερα και χθες
αυτή ποτέ δε σταματά να υποκριθεί σε πέλαγα η βράχια, σε ψέματα αληθινά

"μα τι λες , αυτά μόνο εγώ τα λέω και τα συλλογούμαι"

έτρεξε με πόδια γυμνωμένα , τα απέραντα λιβάδια με τη χλόη 
χάδι λέει την ανάγκη για αφή, πράσινο λέει το φιλί στις πατούσες 

"και τα βράχια , τα βράχια τα έτρεξε κι αυτά?"

έτρεξε με κορμί ξεδιάντροπα στερημένο ντύμα
αγάπη λέει την απογύμνωση της αναπνοής της, διάφανος βιασμός 

"δε μου είπες για τα βράχια, πες μου για τα βράχια τα αιχμηρά"

έτρεξε με ανάσα βαθιά και σταθερή, σπάζοντας της θάλασσας το θολό γυαλί
γαλήνη  λέει τη παγωνιά στο κάθε κύτταρο, γαλάζιος θαμπός ωκεανός σαν τη τυλίγει

"δε θα μου πεις για τα βράχια κι έχω ανάγκη να το ακούσω, επίτηδες το κάνεις" 

έτρεξε με νεφέλες τυλιγμένη σε ξάστερους ουρανούς της ξενιτιάς
έμπνευση λέει το κενό που τον τρόμο της τρέφει μη χαθεί, μενεξεδί ονείρου φίδι τη ζυγώνει

"δε θέλεις τα βράχια να λογιστείς, τώρα το ξέρω θα σιωπήσω"

έτρεξε γυμνή μα δυνατή, δε σκιάχτηκε το πέλαγο, σε λόγισε πεδιάδες και βουνά
έτρεξε μ' ένα πολύ η μ'ένα τίποτα, όλα αρκετά της ήταν, μέσα στις φυλλωσιές του δάσους
έτρεξε μ' ενα ζέφυρο η μ'ένα άγριο βοριά, όλοι κάπου την πάνε, μέσα σε πόλεις και χωριά

" ωραία , τότε πες μου για τα κύματα που βράχια δε φοβούνται" 

έτρεξε γυμνή κι αληθινή σα κύμα του πελάγου, που με βράχια γκρίζα λαχταράει να παραβγεί
δύναμη λέει τούτη την τρέλα που την κρατάει ζωντανή , στο αέναο κιτρινωπό ταξίδι της στο χρόνο 
έμπνευση λέει τούτη την απειλή , σα στης αγάπης της βαθιάς ασπρογάλαζα  κύματα την νανουρίζουν

" ...τώρα ξέρω τι μου λες, για χάρη των χρωμάτων τα βράχια μη σκιαχτώ.."

(c) Ευαγγελία Χατζηδάκη